- ενθύμηση
- και θύμηση, η (AM ἐνθύμησις) [ενθυμούμαι]σκέψη, στοχασμός, ανάμνηση («ώς που έχαναν και την ενθύμηση τής πατρίδας τους», Καρκαβ.)νεοελλ.1. μνήμη, θυμητικό («μού ήρθε στην ενθύμηση μου»)2. ενθύμιο, αναμνηστικό, σουβενίρ3. πληθ. (παλαιογρ.) οι πρόχειρες σημειώσεις διαφόρων γεγονότων στο περιθώριο εκκλησιαστικών και άλλων βιβλίωνμσν.1. υπενθύμιση2. αφήγηση, διήγηση3. φρ. α) «ἔρχομαι εἰς ἐνθύμησιν» — θυμούμαιβ) «ἔχω ἐνθύμησιν νά...» — σκοπεύωαρχ.1. νόηση, διανόημα, σκέψη, συλλογισμός («ἰδών ό Ἰησοῡς τὰς ἐνθυμήσεις αὐτῶν εἶπενἵνα τί ὑμεῑς ἐνθυμεῑσθε πονηρὰ ἐν ταῑς καρδίαις ὑμῶν», ΚΔ)2. ιδέα, σύλληψη, αντίληψη («τὰς ἐνθυμήσεις οξύν, τήν παιδείαν βαθύν, Λουκιαν.)3. ανησυχία, ενόχληση4. αποφασιστικότητα, τόλμη.
Dictionary of Greek. 2013.